- ιεροποίηση
- ηανωμαλία τού 5ου οσφυϊκού σπονδύλου που συνίσταται σε διεύρυνση τής μιας ή και τών δύο εγκάρσιων αποφύσεων του, διεύρυνση η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι και τη σύντηξη και αφομοίωση τους προς τις πτέρυγες τού ιερού οστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sacralisation].
Dictionary of Greek. 2013.